4.3 Επιπτώσεις των συντάξεων στην ανεργία

Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό (και οι υποστηρικτές της επέκτασης του ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης  προσποιούνται ότι ένα τέτοιο πρόβλημα δεν υφίσταται), αλλά σε μία κοινωνία υπάρχει μόνο ένας συγκεκριμένος όγκος «χρήσιμης» εργασίας η οποία είναι αναγκαίο να διεκπεραιωθεί και προαπαιτεί εργοδότηση εργατών. Με την αύξηση της παραγωγικότητας αυτός ο όγκος εργασίας που απαιτείται μειώνεται συνεχώς. Η μηχανοποίηση και η αυτοματοποίηση αποφέρουν τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας, όμως το ερώτημα είναι πώς αυτά τα πλεονάσματα μεταφέρονται στους πολίτες. Κατά το Μεσαίωνα, οι άνθρωποι δούλευαν έξι μέρες την εβδομάδα, συχνά δώδεκα ώρες καθημερινά. Κανένας δεν ονειρευόταν διακοπές με επίδομα άδειας. Σήμερα, ο χρόνος εργασίας έχει περιοριστεί συνήθως σε πέντε μέρες την εβδομάδα, εφτά με οχτώ ώρες την ημέρα, συμπεριλαμβανομένων και 4-6 εβδομάδων που τις περνάμε δίπλα στη θάλασσα. Κάθε χρόνο σε μία κοινωνία εκατομμύρια νέων θέσεων ανοίγουν, καθώς πιο ηλικιωμένοι πολίτες συνταξιοδοτούνται. Αυτές οι θέσεις καλύπτονται σταδιακά μέσω μίας ενδοεταιρικής κυκλικής εναλλαγής: οι ανώτεροι υπάλληλοι αντικαθιστούν τους συνταξιοδοτημένους, οι νεότεροι υπάλληλοι προάγονται και είναι πλέον ανώτεροι και οι απόφοιτοι αποκτούν την πρώτη τους εργασιακή εμπειρία. Εντούτοις, εάν αυτή η φυσική κυκλοφορία προσωπικού σταματά λόγω του ότι οι γηραιότεροι υπάλληλοι εξαναγκάζονται να καθυστερήσουν την αφυπηρέτησή τους (για οποιοδήποτε λόγο), η συνέπεια είναι οι νέοι άνθρωποι να αδυνατούν να βρουν δουλειά, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν ανοικτές θέσεις εργασίας. Ο κύκλος της ζωής σταματά. Για κάθε χρόνο που το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης επεκτείνεται, η ανεργία αυξάνεται κατά 1 με 1,5% (εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων σε κάθε γενιά). Αυτή η αύξηση είναι περισσότερο από ανησυχητική και μάλιστα είναι μόνιμη. Αν δεν υπάρξει μία ανάλογη μείωση του χρόνου εργασίας σε μία από τις ακόλουθες γενιές, η ανεργία δεν θα πέσει. Η εξαιρετικά επικίνδυνη και παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, φυσικά, καταστρέφει τις ζωές πολλών πολιτών και δημιουργεί «χαμένες γενιές». Η παρατεταμένη ανεργία έχει ως αποτέλεσμα την καθοδική πίεση στους μισθούς, γεγονός που δημιουργεί μία συνολική μείωση στις συντάξεις (σε συνεχή συστήματα αυτό προκαλείται άμεσα μέσω τις πτώσεις των συνταξιοδοτικών εισφορών, ενώ σε ένα καπιταλιστικό σύστημα έμμεσα μέσω της πτώσης των κερδών λόγω τις εξασθενημένης αγοραστικής δύναμης -κάτι που ισχύει και για τα συνεχή συστήματα-). Επομένως, η κατάσταση χειροτερεύει ακόμα περισσότερο, καθώς ένα καθοδικό σπείρωμα ξεκινά με τις μειωμένες συντάξεις να εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να εργάζονται περισσότερο, γεγονός που προκαλεί ανεργία, ασκεί πίεση προς τα κάτω στους μισθούς και μειώνει ακόμα περισσότερο τις μελλοντικές συντάξεις.

 

 

Η κανονική κατάσταση περιγράφεται με το παραπάνω διάγραμμα. Εντούτοις, σε περίπτωση που δημιουργείται ύφεση και οι πιθανοί συνταξιούχοι  καθυστερούν την αποχώρησή τους, τότε υπάρχει πλεονάζουσα προσφορά εργασίας σε σύγκριση με τη ζήτηση εργασίας.

 

 

Συνεπώς, η επίλυση του ανεργιακού προβλήματος που προέρχεται από τη γενική ύφεση μπορεί να επέλθει μέσα και από τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των μελλοντικών συνταξιούχων και την ενεργή διαχείριση της αγοράς εργασίας. Μειώνοντας την προσφορά εργασίας ενθαρρύνοντας τους πολίτες να πάρουν σύνταξη (οι οποίοι είναι διστακτικοί λόγω των οικονομικών δυσκολιών), μειώνεται και η ανεργία.

Μείωση των συντάξεων για οποιοδήποτε λόγο δεν σημαίνει και μείωση των πόρων, τους οποίους θα κατανάλωναν κανονικά οι συνταξιούχοι αν οι συντάξεις τους παρέμεναν  υψηλές. Αυτές οι δυνατότητες, οι φυσικοί πόροι, οι υπηρεσίες και η ανθρώπινη εργασία που συνδέεται με αυτά είναι ακόμα διαθέσιμα προς αξιοποίηση.

Δεν υπάρχει κανένα εύλογο επιχείρημα γιατί θα πρέπει αυτός ο τομέας της οικονομίας να συρρικνωθεί , βαθαίνοντας, συνεπώς, την ύφεση ακόμα περισσότερο. Αυτό που έχει συμβεί εδώ είναι ο μη επαρκής καταμερισμός των οικονομικών πόρων, οι οποίοι μειώθηκαν λόγω διαδικασιών και παραγόντων που δεν έχουν καμία επιρροή στη διαθεσιμότητα αυτών των δυνατοτήτων στην πραγματική οικονομία. 

 Αν μπορούσαμε να καταλάβουμε τις αρχές της δημιουργίας κέρδους και της εξάρτησής του από την επαρκή αγοραστική δύναμη, δεν θα έπρεπε να αποδεχόμαστε την πτώση της χωρίς καμία αντίδραση.  Αν η πτώση στις αξίες  του συνταξιοδοτικού χαρτοφυλακίου στο καπιταλιστικού σύστημα εξαρτάται άμεσα από τον ανεπαρκή όγκο των κρατικών μεταφορών (το κέρδος προκύπτει σε ένα μεγάλο μέρος του μόνο από τις μεταφορές, πτώση των μεταφορών σημαίνει και πτώση των κερδών), τότε η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη και για την πτώση των συντάξεων, διότι δεν στήριξε επαρκώς την αγοραστική δύναμη με αποτέλεσμα το κέρδος των επιχειρήσεων να σημειώσει κάθοδο. Επομένως, είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να διορθώσει το λάθος της και ταυτόχρονα να συμπληρώσει τη χαμένη αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων με τη μορφή επιδοτήσεων των προσωρινά μειωμένων συντάξεων.

Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, το πτωτικό σπείρωμα έρχεται ξανά στο προσκήνιο.