2. Δημιουργία κέρδους

Το κέρδος είναι ο απώτερος στόχος για τους περισσότερους επιχειρηματικούς φορείς. Όμως, τι σημαίνει ακριβώς η επίτευξη κέρδους στην οικονομία και πώς μια τέτοια επαναλαμβανόμενη επιτυχία επηρεάζει το χρηματοοικονομικό μας σύστημα; Για να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας, θα πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε πολύ απλούς λογιστικούς κανόνες. Τίποτα το περίπλοκο, απλά κάποιες αναγκαίες αρχές: Μία εταιρεία έχει κέρδος όταν οι πωλήσεις της είναι μεγαλύτερες των δαπανών της. Εύκολο, έτσι;

Το τι απαρτίζει το κομμάτι των πωλήσεων δεν είναι σημαντικό για την ώρα, καθώς είναι επιλογή του κάθε επιχειρηματία πού επιθυμεί να δραστηριοποιήσει την επιχείρησή του.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το κομμάτι του κόστους. Τα στοιχεία κόστους περιλαμβάνουν τους μισθούς, τις ύλες, τους υπεργολάβους και τις δαπάνες κεφαλαίου. Αυτή είναι μια απλοποιημένη, πλην, όμως, επαρκής άποψη. Ας κοιτάξουμε τώρα πιο προσεκτικά τα έξοδα το καθένα ξεχωριστά. Αν οι ύλες μπορούν να κοστολογηθούν, από πού προέρχεται αυτή η τιμή; Οι πρώτες ύλες, είτε φυσικές είτε τεχνητές, διανέμονται από εταιρείες οι οποίες έχουν και αυτές τους δικούς τους υπαλλήλους, χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των δικών τους υπεργολάβων και τις δικές τους ύλες και, τέλος, προσπαθούν να επιτύχουν κέρδος. Πώς καθορίζεται η τιμή του άνθρακα; Μια πολυεθνική πρέπει να πληρώσει τους υπαλλήλους και τους υπεργολάβους της και να καθορίσει μία τιμή υψηλότερη από αυτές τις δαπάνες, έτσι ώστε να επιτύχει και κάποιο κέρδος. Το ίδιο ισχύει, επίσης, και για εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες, ενέργεια και κεφάλαιο. Η τιμή θα πρέπει πάντα να είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των εξόδων, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών κεφαλαίου.

Αυτό μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

 

Άρα μπορούμε να δούμε ότι όλες οι υπόλοιπες δαπάνες στην ουσία μετατρέπονται σε δαπάνες μισθών και κέρδη. Κάτω από τα έξοδα των υπεργολάβων, μπορούμε να αντιληφθούμε την ευρύτερη κατηγορία που περικλείει ύλες, υπηρεσίες και κεφάλαιο. Οι δαπάνες για την υπεργολαβία Β αποτελούνται από τους μισθούς της εταιρείας Β, το κέρδος Β και τα υπεργολαβικά έξοδα άλλων εταιρειών επιμερισμένα σε αυτήν την υπεργολαβία. Με τον ίδιο τρόπο τα έξοδα Γ αποτελούνται από παρόμοια στοιχεία κ.ο.κ., μέχρι το τέλος της πυραμίδας.

Ναι, ακόμα και η τιμή του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα, καθορίζεται από το κόστος εργασίας (διάφοροι λειτουργοί τράπεζας) και το κέρδος (όπως καθορίζεται από τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων για πελάτες και τις δαπάνες κεφαλαίου από αποταμιεύσεις ή από τη διατραπεζική αγορά).

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το κέρδος οποιασδήποτε εταιρείας είναι η διαφορά μεταξύ των πωλήσεων και των μισθών των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτές τις πωλήσεις σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όπως, επίσης, και του περιθωρίου κέρδους όλων των υπεργολάβων.

 

Για μια επιχείρηση Α, η επίτευξη κέρδους προκύπτει, όταν οι πωλήσεις είναι μεγαλύτερες των δαπανών, που σημαίνει ότι το σύνολο των μισθών όσων λαμβάνουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία παραγωγής πρέπει να είναι χαμηλότερο των πωλήσεων.

 

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η παγίδα!!! Αν αυτή είναι η εξίσωση μιας επιτυχημένης εταιρείας, πώς μπορεί αυτή η παραγωγή να πραγματοποιηθεί; Πώς μπορείτε να πουλήσετε την παραγωγή, όταν η αγοραστική δύναμη όλων των υπαλλήλων που συμμετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας της είναι λιγότερη των προγραμματιζόμενων πωλήσεων; Αν προσθέσετε όλους τους καταβαλλόμενους μισθούς που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία παραγωγής (όχι μόνο τους άμεσους μισθούς, αλλά και τους μισθούς όλων των υπεργολάβων που λαμβάνουν μέρος σε αυτήν και οι οποίοι παρέχουν βοήθεια, όπως ύλες, υπηρεσίες και εξοπλισμό), θα διαπιστώσετε ότι είναι χαμηλότεροι από τις προγραμματιζόμενες πωλήσεις μέσω του ακριβούς προγραμματισμού των κερδών.

Το παράδειγμα:

Η επιχείρηση Α χρησιμοποιεί τους δικούς της εργάτες και τους πληρώνει 100δολ. Εκτός από τα εργατικά έξοδα, αγοράζει ύλες αξίας 30δολ. από την επιχείρηση Β και χρησιμοποιεί εξοπλισμό αξίας 40δολ., ο οποίος κατασκευάζεται από την επιχείρηση Γ. Ο εξοπλισμός αναμένεται να χρησιμοποιηθεί για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, άρα τα έξοδα υπολογίζονται ως το ¼ των 40δολ.= 10δολ. το χρόνο. Συνεπώς, οι συνολικές δαπάνες της επιχείρησης Α είναι: 100 + 30 + 10 = 140δολ. Αν η επιχείρηση προγραμματίζει την επίτευξη κέρδους της τάξης του 10%, τότε θα πρέπει να πουλήσει οτιδήποτε παράγει για 140 × 1,1= 154δολ.

 

Η επιχείρηση Β, ως προμηθευτής ύλης, πρέπει, επίσης, να έχει κέρδος. Αν θεωρήσουμε ότι το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους θα είναι και σε αυτήν την περίπτωση 10%, οι καταβαλλόμενοι μισθοί των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτήν τη διανομή δεν μπορούν να ξεπερνούν τα 30÷1,1= 27δολ. Αν καταβάλλουν υψηλότερους μισθούς, τότε δεν θα επιτύχουν το προγραμματιζόμενο περιθώριο του 10%.

Αν η επιχείρηση Γ, ως κατασκευαστής εξοπλισμού με μακρά διάρκεια ζωής, επιθυμεί την επίτευξη κέρδους, θα πρέπει να λάβει υπόψη της ότι οι μισθοί που θα πληρώσει στους εργαζόμενούς της θα πρέπει να υπολογιστούν σύμφωνα με το προσδοκώμενο κύκλο εργασιών (τζίρος). Επομένως, δεν μπορεί να πληρώσει τους εργαζόμενούς της περισσότερο από 10÷1,1=9δολ. ετησίως, αν το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους είναι ξανά 10%. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο μικροοικονομίας, δεν θα πουλήσουν νέο εξοπλισμό μέχρι ο παλιός να χάσει εντελώς την αξία του και, έτσι, η επιχείρηση Α να χρειάζεται νέο.

Η αγοραστική δύναμη που προκύπτει, λοιπόν, και η οποία διανέμεται μέσω των μισθών είναι η ακόλουθη:

ΣΖ (συνολική ζήτηση = αγοραστική δύναμη) = 100δολ.(Α) + 27δολ.(Β) + 9δολ.(Γ)= 136δολ.

 

Η συνολική προσφορά προϊόντων της επιχείρησης Α είναι: ΣΠ= 154δολ. Η διαφορά μεταξύ της ΣΠ και της ΣΖ είναι 18δολ., η οποία είναι το άθροισμα των 14δολ.(κέρδος Α)+ 3δολ.(κέρδος Β) + 1δολ.(κέρδος Γ).

Άρα, η παραγωγή της επιχείρησης Α θα είναι κάπως δύσκολο να πραγματοποιηθεί, καθώς πολύ απλά δεν υπάρχει αρκετή αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω των μισθών σε σύγκριση με την προσδοκώμενη αγοραστική δύναμη των πωλήσεων. Αυτό το απλό παράδειγμα περιγράφει το πρόβλημα του κέρδους και των επιπτώσεών του στη μειωμένη αγοραστική δύναμη. Όσο πιο μεγάλο είναι το περιθώριο κέρδους, τόσο μεγαλύτερη είναι η τελική διαφορά μεταξύ της διαθέσιμης ζήτησης και της παρεχόμενης προσφοράς.

Πολύ σωστά θα πείτε ότι οι πωλήσεις επιτυγχάνονται, κυρίως, μέσω των πελατών που δεν είναι υπάλληλοι. Σωστά. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι με τη σειρά τους είναι υπάλληλοι κάποιας άλλης εταιρείας, όπως, επίσης, και ο εργοδότης τους που ακολουθεί την ίδια εξίσωση. Και αυτός με τη σειρά του επιθυμεί την επίτευξη κέρδους. Συνεπώς, και αυτός λογικά καθορίζει τις τιμές του με τέτοιο τρόπο, ώστε οι προγραμματιζόμενες πωλήσεις να είναι υψηλότερες από το σύνολο των άμεσων και τροποποιημένων μισθών που πρέπει να πληρώσει. Επομένως, μπορούμε να μετατρέψουμε την εξίσωση μίας επιχείρησης σε μια παγκόσμια εξίσωση, περιγράφοντας το άθροισμα όλων των πωλήσεων όλων των επιχειρήσεων σε μια οικονομία:

 

Παράδειγμα:

Μπορούμε να προσθέσουμε την επιχείρηση Δ, η οποία παράγει κάποιο άλλο προϊόν, πληρώνοντας μισθούς 1000δολ., και προγραμματίζει περιθώριο κέρδους της τάξης των 20δολ., άρα αναμένει πωλήσεις των 1200δολ.

Η διαθέσιμη αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω αυτών των δύο επιχειρήσεων είναι τώρα 1000(Δ)+136(Α+Β+Γ)= 1136δολ.

Η προσφορά αντιπροσωπεύεται από δύο διαδικασίες παραγωγής, αξίας 154(Α) + 1200(Δ) = 1354δολ.

Ακόμα και αν η δεύτερη επιχείρηση αύξανε σημαντικά την αγοραστική δύναμη σε αυτό το σύστημα, το σύνολο των πελατών δεν θα μπορούσε να αγοράσει αυτά που θα πρόσφερε η επιχείρηση. Η διαφορά μεταξύ της ΣΠ(1354) και της ΣΖ(1136) περιλαμβάνεται ξανά στο κέρδος: 18δολ.(Α+Β+Γ) + 200δολ.(Δ) = 1354δολ.-1136δολ.

Ένα υποθετικό σενάριο θα ήταν οι καλά αμειβόμενοι υπάλληλοι της εταιρείας Δ να αγόραζαν όλη την παραγωγή της εταιρείας Α, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα απέμενε ανεπαρκής ζήτηση (1136-136= 1000δολ.) για να ικανοποιήσει τις πωλήσεις της εταιρείας Δ. Τουλάχιστον, χωρίς καθόλου κέρδος. Αν όλοι οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στο δέντρο παραγωγής Α+Β+Γ χρησιμοποιούσαν τους μισθούς τους για να συμπληρώσουν την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων της επιχείρησης Δ, θα ήταν σε θέση να αγοράσουν σχεδόν το 95% (1136÷1200) της παραγωγής Δ, διατηρώντας, παράλληλα, το περιθώριο κέρδους. Παρόλα αυτά, οι εταιρείες Α, Β και Γ δεν θα πραγματοποιούσαν καθόλου πωλήσεις και θα κατέληγαν στη χρεωκοπία.

Το αποτέλεσμα είναι σοκαριστικό και εκπληκτικό για πολλούς:

Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν μόνο το εισόδημα ενός υπαλλήλου και οι πωλήσεις προέκυπταν μόνο από αυτούς τους πόρους, δεν θα ήταν εφικτό να επιτευχθεί το προγραμματιζόμενο κέρδος, καθώς η αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω των επιχειρήσεων με τη μορφή μισθών είναι χαμηλότερη των προγραμματιζόμενων πωλήσεων.

 

Οι άνθρωποι μπορούν να αγοράζουν μόνο τόσα όσα τους επιτρέπουν οι μισθοί που αμείβονται και άλλοι πόροι τους οποίους ονομάζουμε επιπρόσθετους. Καθώς οι μισθοί που προγραμματίζονται και, εν τέλει, καταβάλλονται είναι χαμηλότεροι των συνολικών πωλήσεων, αυτές οι πωλήσεις δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν μέσω του όγκου των μισθών. Είναι μαθηματικά αδύνατο. Τότε, πώς γίνεται το σύστημα αυτό να συνεχίζει να λειτουργεί; (Διότι λειτουργεί, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται)